- μωρόκακος
- μωρόκακος, -ον (Α)·, μωρός και συνάμα κακός, μωροκακοήθης*.[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)-* (< μωρός) + κακός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μωροκάκους — μωρόκακος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… … Dictionary of Greek
μωρ(ο)- — (ΑΜ μωρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μωρός, ά, όν καί προσδίδει στο δηλούμενο από το β συνθετικό τη σημ. «ανόητος, κουτός, άμυαλος» (πρβλ. μωρόσοφος, μωροπόνηρος, μωροφιλόδοξος). Παράλληλα προς αυτό το σύστημα τών λόγιων… … Dictionary of Greek